- χολοποιός
- -όν, Α1. αυτός που παράγει χολή2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χολοποιόντο κοινώς γνωστό σήμερα φυτό αβρότονο.[ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος/χολή + -ποιός*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χολοποιός — producing bile masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χολοποιόν — χολοποιός producing bile masc/fem acc sg χολοποιός producing bile neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χολοποιά — χολοποιός producing bile neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χολοποιῷ — χολοποιός producing bile masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
χολή — Προϊόν της έκκρισης του ήπατος, που προορίζεται να διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης, στο έντερο. Σχηματίζεται κατά μεγάλο μέρος στα ηπατικά κύτταρα και, διαμέσου των χοληφόρων τριχοειδών, που βρίσκονται στο ηπατικό λοβίο, περνά τους χοληφόρους … Dictionary of Greek
χολοποιώ — έω, Α [χολοποιός] παράγω χολή … Dictionary of Greek